- σειρῇσιν
- σειράcordfem dat pl (epic ionic)σειράωbindpres subj act 3rd sg (epic ionic)σειρέωemptypres subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σειρῆσιν — Σειρήν Siren fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρῆσιν — σειράω bind pres subj mp 2nd sg (epic ionic) σειράω bind pres subj act 3rd sg (epic ionic) σειρέω empty pres subj mp 2nd sg (epic) σειρέω empty pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρῆισιν — σειρῇσιν , σειρά cord fem dat pl (epic ionic) σειρῇσιν , σειράω bind pres subj act 3rd sg (epic ionic) σειρῇσιν , σειρέω empty pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek